- Μάρωνα
- Μάρωνmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μαρωνίτες — Χριστιανική αραβική κοινότητα. Ο πρώτος πυρήνας των Μ. δημιουργήθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Μάρωνα, ηγούμενο μίας κοινότητας αφιερωμένης στη μυστική και ασκητική ζωή στα βουνά του Λιβάνου. Αυτή η μονή, η οποία αποτελούσε κέντρο των αγώνων… … Dictionary of Greek
λιμναίος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Λ. ήταν ονομαστός ασκητής και υπήρξε μαθητής των αγίων Θαλάσσιου και Μάρωνα. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Φεβρουαρίου. * * * α, ο (Α λιμναῑος, αία, ον, ποιητ. θηλ. λιμνάς, άδος) [λίμνη] 1. αυτός που ανήκει,… … Dictionary of Greek